αγριοπερίστερο

αγριοπερίστερο
Πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, της τάξης των περιστερομόρφων. Ζει στις παραμεσόγειες χώρες και στις χώρες της δυτικής Ασίας, έως την Ινδία. Τo σώμα του φτάνει σε μήκος τα 32 εκ. και το άνοιγμα των φτερών τα 20-25 εκ. Τα φτερά στο κάτω μέρος είναι λευκά με δύο κάθετες μαύρες ραβδώσεις. Χτίζει συνήθως τη φωλιά του σε απόκρημνους βράχους, κοντά στη θάλασσα ή στις όχθες των ποταμών. Γεννά 2-3 φορές τον χρόνο από δύο αβγά που τα κλωσσά 20 ημέρες περίπου. Τρέφεται με σπόρους και με άλλα φυτά. Το α. είναι ο πρόγονος όλων των κατοικίδιων περιστεριών. Άλλα είδη συγγενή με το α. είναι το λευκόλαψο περιστέρι,η φάσσαφλαψ των αρχαίων. Στα μέρη μας έγινε γνωστό από τον 18o αι. και μετά. Ζει στις πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και κυρίως στα καλλιεργημένα χωράφια.
* * *
το Ζωολ.
κοινή ονομασία τού είδους Columba livia
λέγεται και πετροπερίστερο ή αγριοπιτσούνι και ζει όλο τον χρόνο στην Ελλάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγριοπερίστερο — το πτηνό συγγενικό με τοπεριστέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελειάς — και πελιάς, επικ. τ. πεληϊάς, άδος, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. είδος πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το αγριοπερίστερο 3. το περιστέρι 4. (στην Ινδία) το πτηνό κροκόπους ο χλωρογάστωρ 5. στον πληθ. αἱ πελειάδες οι προφήτιδες ιέρειες …   Dictionary of Greek

  • αγριοπιτσούνι — και αγριοπίτσουνο, το το αγριοπερίστερο* …   Dictionary of Greek

  • πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… …   Dictionary of Greek

  • πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… …   Dictionary of Greek

  • πελειοθρέμμων — ον, Α αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • πελειοτρόφος — ον, Α πελειοθρέμμων.* [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεια «αγριοπερίστερο» + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”